- κολοσυρτός
- κολοσυρτός, ὁ (Α)1. θορυβώδης όχλος («οὐχί προδώσω τὸν Ἀθηναίων κολοσυρτόν», Αριστοφ.)2. ταραχή, συρφετός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κολο-συρ-τός. Σύνθετη λ. τού τύπου κονιορτός, αμαξιτός. Το β' συνθετικό < σύρω + επίθημα -τος. Το α' συνθετικό είναι αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία απόψη συνδέεται με τις λ. κολοφών, κολωνός, ενώ κατ' άλλους με τη λ. κέλομαι].
Dictionary of Greek. 2013.